πολυώνυμα

πολυώνυμα
πολυώνυμος
Mém. Miss. Arch. Perse
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαιρετότητα — Όρος που αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η οποία αφορά ακέραιους αριθμούς και πολυώνυμα. Αν ν και μ είναι ακέραιοι αριθμοί, λέγεται ότι: ο ν είναι διαιρετός δια του μ, εάν (και μόνον εάν) υπάρχει ακέραιος ρ τέτοιος, ώστε να ισχύει: ν =… …   Dictionary of Greek

  • συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …   Dictionary of Greek

  • ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… …   Dictionary of Greek

  • πηλίκο — Αν α είναι φυσικός αριθμός και β φυσικός αριθμός διάφορος από το μηδέν, τότε [όπως αποδεικνύεται] υπάρχει ένας (και μόνος) π και ένας (και μόνος) υ με 0 < υ < β 1, έτσι ώστε να ισχύει: α=β.π+υ. Αυτός ο μοναδικός π ονομάζεται: το πηλίκο του… …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… …   Dictionary of Greek

  • ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… …   Dictionary of Greek

  • Βαλέ Πουσέν, Σαρλ Ζαν Γκουστάβ Νικολά, βαρώνος — (Charles Jean Gustave Nicolas Baron de la Vallee Poussin, Λουβέν 1866 – Λουβέν 1962). Βέλγος μαθηματικός. Γιος καθηγητή γεωλογίας και μεταλλειολογίας στο πανεπιστήμιο της Λουβέν επί σαράντα χρόνια, ο Β.Π. ξεκίνησε σπουδές στο κολέγιο Ιησουϊτών… …   Dictionary of Greek

  • Λεζάντρ, Αντριέν-Μαρί — (Adrien Marie Legendre, Τουλούζ 1752 – Παρίσι 1833). Γάλλος μαθηματικός. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως καθηγητής μαθηματικών στη Στρατιωτική Σχολή και στη συνέχεια στην École Normale. Το 1812 προσελήφθη στο Γραφείο Μέτρων και Σταθμών με… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλό — Ένα σημείο Μ, μιας καμπύλης Κ, λέμε ότι είναι πολλαπλό της σημείο με πολλαπλότητα ν (= 2, 3,...), συντόμως: ν πλο, εάν (και μόνον) κατά τη διαγραφή της Κ από ένα σημείο συμβαίνει το σημείο αυτό να περνά ν φορές από τη θέση Μ. Στην περίπτωση που η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”